Ο Καραγάτσης λοιπόν γράφει μια ιστορία για έναν ναυτικό, το Γερόλυμο, που μετά από ένα λάθος του και ένα φόνο που αναγκάζεται να κάνει, ξωκείλει στην Τήλο, και το μικρό νησάκι γίνεται το σκηνικό της κάθαρσης του και της αντιμετώπισης αυτών που δεν είχε αντιμετωπίσει μια ζωή στα λιμάνια του κόσμου, το να αγαπήσει. Το φυσικό τοπίο με τις συνεχείς αλλαγές του καιρού και την αίσθηση απομόνωσης του νησιού γίνεται το θέατρο της μετάβασης του σε μια παράλογη, υπεραισθητική κατάσταση, με μια κολασμένη κακιά αλλά σοφή γριά που στέλνει κατάρες, μια 20χρονη ντόπια κοπέλα γεμάτη έρωτα, και ένα πρόσωπο σαν ξωτικό με πράσινα μάτια που ζει στη ρεματιά του νησιού θρηνώντας έναν χαμένο έρωτα κάνοντας καταχρήσεις και σκόνες. Ο ήρωας εκεί που δεν το περιμένει αλλά σαν από κάλεσμα της μοίρας γνωρίζει το ξωτικό στη ρεματιά, κολλάει μαζί της και σταδιακά κατέρχεται σε μια ιδιότυπη σχιζοφρένεια ..η γραφή του συγγραφέα είναι εντυπωσιακή, σαν βγαλμένη από μια άλλη διάσταση ονειρική. Ορίστε πως περιγράφει την πρώτη κρίση αλλαγής της συνείδησης του ήρωα του Γερόλυμου..
"Στην αρχή, όλα ήταν πορτοκαλιά, και καστανά, με μεγάλες παλόμενες γραμμές χρυσαφιού. Κατόπιν γίνηκαν πορφυρά, σαν το αίμα της χελώνας, σαν το αίμα του βοδιού. Οι πράσινες στιγμές κράτησαν πολύ λίγο, δίνοντας τόπο στις γαλανές, τις κυανές, τις βαθυκύανες. Όλος ο βυθός του ωκεανού ξαπλώθηκε μπρος στα κλειστά μου βλέφαρα. Κι άρχισε η γης να μυρίζει, να περιστρέφεται γρήγορα, σαν μια τεράστια δαιμονισμένη σβούρα. Και τότε κατάλαβα πως εγώ ήμουν έξω από τη Γη, πως ήμουν ένα ασάλευτο στίγμα του Σύμπαντος- το κέντρο του πεπερασμένου Σύμπαντος- κι όλα τα αστέρια χόρευαν ολόγυρα μου, σαν χρυσοφορεμένοι δερβισάδες, σε τέμενος από μάρμαρο χρώμα νυχτός. Και ήταν τόσο όμορφο, τόσο αναπαυτικό το συναίσθημα αυτό, ώστε και να θελα-που δεν ήθελα- ν'ανασύρω το κεφάλι μου από την περίπτυξη του νερού, δεν θα το δυνόμουν. Δεν ήταν η θέληση πια, μα η γοητεία του θανάτου."
και αλλού: "Και γω, ήμουν γυμνός από ερείπια, άδειος από καταστροφές, με γλώσσα κολλημένη στο στεγνό, πεινασμένο ουρανίσκο. Διψασμένος και άσιτος, ζωντανός κι αζώητος, πουλημένος στο μηδέν, χαραμισμένος στο τίποτα. Και καθώς ο ήλιος έγερνε και πήγαινε να βασιλέψει, ...είδα κ ένιωσα και κατάλαβα, πως του ανθρώπου το νυχτερινό σβήσιμο, δεν έχει αυγή να προσμένει, ούτε όρθρο ούτε ανατολή. Και είναι βαρύ το μακρύ σκοτάδι δίχως φορτίο μάταιης χαράς.."
Και είναι γήινος ο Καραγάτσης, οι ήρωες καίγονται από πάθη κανονικά, ανάγκη για αγάπη, για σάρκα, δε μασάει τα λόγια του, είναι γεμάτοι αδένες, όχι μόνο εγκεφαλικοί νοητικοί συνδυασμοί, έχουν αμφιβολίες, συγκρούσεις, με μια λέξη πάσχουν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Υποθέτω το βιβλίο θα προκάλεσε κύμα σεμνοτυφίας, γράφτηκε το 1943 μέσα στον πόλεμο.
(mr Iris grazie grazie)