Βρέθηκα στην Αράχωβα το σαββατοκύριακο, ένας φίλος "φαν" του μέρους με παρέσυρε να πάμε να δούμε το μέρος με κάποιον που ξέρει τα κατατόπια και ίσως πίσω από τη βιτρίνα του.
Βράδυ Σαββάτου πηγαίνουμε στο εστιατόριο-bar-club "Ακουαρέλλα". Πήχτρα, σε μικρά αγχωτικά τραπεζάκια, μεγάλη μπάνκα του Σαββάτου. Έρχεται ο κατάλογος. Μπριζόλα (μενταγιόν ελληνιστί) 32 ευρώ, ριζότο 20 ευρώ, ένα μπουκάλι κρασί 80 ευρώ. Η στενότητα του χώρου, το ότι δεν πεινούσα , και το εξώφθαλμα ακριβό μενού άρχισαν να με εκνευρίζουν. Μια ματιά στον κόσμο, και αυτή μου φάνηκε απογοητευτική. Ζευγάρια χορτασμένων 50ρηδων και βάλε, απέναντι μου μια ξανθιά στο απροσδιόριστο ηλικιακά φάσμα 40-60 λόγω των πολλαπλών αποξέσεων και τραβηγμάτων, και νέα παιδιά, ζευγαράκια με τα λαμέ τους ρουχαλάκια, και πολλοί πιθανότατα εργένηδες άντρες οι περισσότεροι βαρείς καπνιστές και με μεγάλη μπάκα μπροστά. Ο ντιτζέϊ άρχισε να παίζει ελληνικά δυνατά, ξεδιπλωνόταν με τα λεπτά το χειρότερο ελληνάδικο που χρόνια είχα να πάω. Συγκράτησα το Λάμπω της Βίσση, την Κατερίνα του Μπίγαλη, τον Πετρέλη, τη Βανδή και το Ρέμο σε διασκευές, όλα αυτά μέσα στα παστωμένα με κατσικίσιο τυρί, τρούφες, μενταγιόν κλπ και τα λαίμαργα στόματα και τα βαρεμένα πρόσωπα.
Δεν άντεξα και αναγκάστηκα να παραπονεθώ χοντρά για την επιλογή του φίλου μου, να με φέρει στο μαγαζί αυτό, που διατείνεται ότι είναι άνθρωπος της ποιότητας. Το να χρεώνεις μια μπριζόλα 32 ευρώ και να βάζεις τους ανθρώπους να ακούνε Κώστα Μπίγαλη είναι αυτό για το οποίο ο μοντέρνος νεοελληνικός πολιτισμός οδηγεί τόσους πολλούς ανθρώπους στον ψυχαναλυτή ή στην νέυρωση ή στη χρεωκοπία ή απλά στο να είναι κακότροποι στους εαυτούς τους και στους άλλους. Η κακόγουστη και λιμοκοντόρικη σύνδεση του υπερτιμημένου, του πανάκριβου, της δήθεν μάρκας με τα πιο ταπεινά, σκυλάδικα ένστικτα που έχουν μπολιάσει τη ράτσα αυτές τις δεκαετίες με τρελλαίνει, του είπα. Με τις ίδιες τιμές στο Παρίσι του είπα ή στις Βρυξέλλες, θα είχες προσωπικό σερβιτόρο να σε εξυπηρετεί με τη μεγαλύτερη ευγένεια, ενδεχομένως και ζωντανή μουσική με βιολί και πιάνο, και όχι κακομαθημένες καρακαηδόνες και γαμίκουλες να λικνίζονται αυτάρεσκα σε ότι πιο κακόγουστο μπορεί να ακουστεί και να περιμένεις 1 ώρα να σου ρθει το πιάτο. Μου είπε ότι πρέπει να χαλαρώσω, αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω για το υπόλοιπο της βραδιάς, να κοιτάζω το κενό ή την απέναντι απροσδιορίστου ηλικίας ξανθιά, και να μυρίζω τον καπνό από τον πίσω μου τυπά που κάτι έλεγε σε μια έκρηξη υπερκοινωνικότητας. Στο τέλος πληρώσαμε τρία άτομα 145 ευρώ για φαγητό που μοσχοβολούσε οίηση και δηθενιά, και φύγαμε πάνω στο Όλα τα λεφτά της Βίσση με τρομερή ανακούφιση, και 100 ευρώ να πλήρωνα θα τα ξεχνούσα μπροστά στην έξοδο μου από κει μέσα. Ένιωθα σαν ένας κακός μαθητής, ή σαν ένας περήφανος αυτιστικός. Στην έξοδο περάσαμε τα παρκαρισμένα τζιπ, ευτυχώς έβρεχε, και αποφάσισα ότι παρόλες τις ομορφιές της περιοχής, και τα όχι λίγα θέλγητρα του τόπου γύρω, θα αργήσω να ξαναπάω στην Αράχωβα.
Βράδυ Σαββάτου πηγαίνουμε στο εστιατόριο-bar-club "Ακουαρέλλα". Πήχτρα, σε μικρά αγχωτικά τραπεζάκια, μεγάλη μπάνκα του Σαββάτου. Έρχεται ο κατάλογος. Μπριζόλα (μενταγιόν ελληνιστί) 32 ευρώ, ριζότο 20 ευρώ, ένα μπουκάλι κρασί 80 ευρώ. Η στενότητα του χώρου, το ότι δεν πεινούσα , και το εξώφθαλμα ακριβό μενού άρχισαν να με εκνευρίζουν. Μια ματιά στον κόσμο, και αυτή μου φάνηκε απογοητευτική. Ζευγάρια χορτασμένων 50ρηδων και βάλε, απέναντι μου μια ξανθιά στο απροσδιόριστο ηλικιακά φάσμα 40-60 λόγω των πολλαπλών αποξέσεων και τραβηγμάτων, και νέα παιδιά, ζευγαράκια με τα λαμέ τους ρουχαλάκια, και πολλοί πιθανότατα εργένηδες άντρες οι περισσότεροι βαρείς καπνιστές και με μεγάλη μπάκα μπροστά. Ο ντιτζέϊ άρχισε να παίζει ελληνικά δυνατά, ξεδιπλωνόταν με τα λεπτά το χειρότερο ελληνάδικο που χρόνια είχα να πάω. Συγκράτησα το Λάμπω της Βίσση, την Κατερίνα του Μπίγαλη, τον Πετρέλη, τη Βανδή και το Ρέμο σε διασκευές, όλα αυτά μέσα στα παστωμένα με κατσικίσιο τυρί, τρούφες, μενταγιόν κλπ και τα λαίμαργα στόματα και τα βαρεμένα πρόσωπα.
Δεν άντεξα και αναγκάστηκα να παραπονεθώ χοντρά για την επιλογή του φίλου μου, να με φέρει στο μαγαζί αυτό, που διατείνεται ότι είναι άνθρωπος της ποιότητας. Το να χρεώνεις μια μπριζόλα 32 ευρώ και να βάζεις τους ανθρώπους να ακούνε Κώστα Μπίγαλη είναι αυτό για το οποίο ο μοντέρνος νεοελληνικός πολιτισμός οδηγεί τόσους πολλούς ανθρώπους στον ψυχαναλυτή ή στην νέυρωση ή στη χρεωκοπία ή απλά στο να είναι κακότροποι στους εαυτούς τους και στους άλλους. Η κακόγουστη και λιμοκοντόρικη σύνδεση του υπερτιμημένου, του πανάκριβου, της δήθεν μάρκας με τα πιο ταπεινά, σκυλάδικα ένστικτα που έχουν μπολιάσει τη ράτσα αυτές τις δεκαετίες με τρελλαίνει, του είπα. Με τις ίδιες τιμές στο Παρίσι του είπα ή στις Βρυξέλλες, θα είχες προσωπικό σερβιτόρο να σε εξυπηρετεί με τη μεγαλύτερη ευγένεια, ενδεχομένως και ζωντανή μουσική με βιολί και πιάνο, και όχι κακομαθημένες καρακαηδόνες και γαμίκουλες να λικνίζονται αυτάρεσκα σε ότι πιο κακόγουστο μπορεί να ακουστεί και να περιμένεις 1 ώρα να σου ρθει το πιάτο. Μου είπε ότι πρέπει να χαλαρώσω, αποφάσισα να μην ξαναμιλήσω για το υπόλοιπο της βραδιάς, να κοιτάζω το κενό ή την απέναντι απροσδιορίστου ηλικίας ξανθιά, και να μυρίζω τον καπνό από τον πίσω μου τυπά που κάτι έλεγε σε μια έκρηξη υπερκοινωνικότητας. Στο τέλος πληρώσαμε τρία άτομα 145 ευρώ για φαγητό που μοσχοβολούσε οίηση και δηθενιά, και φύγαμε πάνω στο Όλα τα λεφτά της Βίσση με τρομερή ανακούφιση, και 100 ευρώ να πλήρωνα θα τα ξεχνούσα μπροστά στην έξοδο μου από κει μέσα. Ένιωθα σαν ένας κακός μαθητής, ή σαν ένας περήφανος αυτιστικός. Στην έξοδο περάσαμε τα παρκαρισμένα τζιπ, ευτυχώς έβρεχε, και αποφάσισα ότι παρόλες τις ομορφιές της περιοχής, και τα όχι λίγα θέλγητρα του τόπου γύρω, θα αργήσω να ξαναπάω στην Αράχωβα.