Ανεβαίνω τις σκάλες του ηλεκτρικού στη Βικτώρια και βλέπω τα δυο δέντρα γεμάτα φωτάκια λαμποκοπάνε. Γύρω μετανάστες πολλοί, ριγμένα πράγματα σωρηδόν για πώληση. Χώρος λιγοστός έτσι και αλλιώς, προεόρτια κοσμοσυρροή, περιορίζεται και άλλο από το μικροεμπόριο στα πλακάκια. Στην Πατησίων, κόβουμε γρήγορα πάνω, Κεφαλληνίας, τα θέατρα της Αρβανίτη και του Βογιατζή, ρωτάω την υπόθεση της "Ήμερης" του Ντοστογιέφσκι στο ταμείο μήπως και βγάλω εισητήριο. Είμαι ηλίθιος που ρωτάω την υπόθεση του έργου στην κοπέλα, το ξέρω τη στιγμή που ρωτάω αλλά δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Θέλω να της χαμογελάσω με κάποιο τρόπο, είναι ιστορικό μέρος.
Δροσοπούλου και Φωκίωνος Νέγρη, στάση στη Δημοτική αγορά, στα δωματιάκια έχουν βάλει έργα ζωγραφικής.Πάνω κάτω, καφετέριες, πλατάνια, συντριβανάκι. Μυθήμνης, Μεγίστης και όλη η Κοινοπολιτεία του Αιγαίου συντεταγμένη στα ελάχιστα τετραγωνικά της Κυψέλης, κατ ευφημισμόν αέρηδες και ξέρες, στην πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Ελλάδας. Στο "Πέταλο", ήσυχο ταβερνάκι σε παράμερη οδό, σπιτικό φαγητό, με θαμώνες στάνταρ, εναλλακτικά ζευγαράκια γκέϊ και στρέητ, συνταξιούχοι με τη σύζυγο, ευτυχώς το μαγαζί είναι ψηλοτάβανο και ο καπνός ελάχιστος. Δυο Ελβετοί τουρίστες ψάχνουν να διαλέξουν από το μενού και τους το μεταφράζουν ολόκληρο με χαρά.
Βγαίνοντας, παρατηρώ μια μαύρη κοπέλα, ζακέτα με κουκούλα, σαν ράπερ, αλλά είναι αδύνατη, είναι σαν αντράκι, αλλά τόσο αδύνατη. Πάλι στενοχωριέμαι, πως είναι να περιπλανιέσαι νύχτες Δεκέμβρη στην Κυψέλη, και να μην έχεις ούτε ένα χαρτονόμισμα στην τσέπη. Με τι σκοπό, και τι διάθεση, και που να πας, όταν δε σου βρίσκεται ούτε ένα ψιλό. Εύχομαι η κοπέλα να έχει κάτι στην τσέπη. Να σταματήσει να σκέφτεται το οικονομικό, την αδυσώπητη αφραγκία που εμείς δεν έχουμε ζήσει. Αλλά γνωρίζω ότι μάλλον η τσέπη της θα ναι άδεια. Υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα ο βιοπορισμός της ημέρας. Πόσο περισσότερο να χωθείς μέσα στο παρόν από αυτό, όταν πολύ απλά δεν υφίσταται μέλλον, από κανέναν φορέα, καμμιά πρόνοια αλλά και τη ζωή την ίδια που σε έκανε μετανάστη... Σε ένα κομμωτήριο, αυτά με τα ράστα, δυο μαύρες περιποιούνται τα μαλλιά μια πλατινέ τύπισας. Ωραία είναι. Και στο δρόμο ακόμη, γυναίκες σαν τη μάνα μου ξανθές μιλάνε Ρώσικα στα κινητά και Βουλγάρικα και γω δεν ξέρω τι άλλο. Και τα παλιά σπίτια εξαιρετικά, κάθε νεοκλασικό ένα ποίημα, ένα σκοτεινό ποιητικό απολειφάδι, που εύχεσαι απλά να επιζήσει άλλη μια δεκαετία, και ας μείνει αφρόντιστο και άβαφο, δεν πειράζει ...απλά να μην γκρεμιστεί.
..Η γοητεία μιας άλλης εποχής, η αστική τάξη της Ελλάδας του μεσοπολέμου, το άνθος της όποιας ευμάρειας και καλού γούστου, στην καρδιά μιας πολυεθνικής πια γειτονιάς. Αυτό και αν δεν είναι γοητεία και πραγματική ατμόσφαιρα, ανάθεμα άμα γράφει κάποιος οδηγός για αυτή την Αθήνα. Τη νέα που έχει γεννηθεί, χωρίς να ξέρει που ακριβώς πηγαίνει.. Στα τυφλά, φτωχή στα σωθικά της, στο κέντρο της αλλά τόσο παράξενα όμορφη. Στον Άγιο Νικόλαο στο τρένο, η γειτονιά έχει πανηγύρι...αγαθά, όλα τα πουλάνε μετανάστες, από όλες τις πιθανές χώρες, Κινέζικες κούκλες, φω κοσμήματα, χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, ρούχα, κουζινικά. Είναι εντεκάμιση και ο κόσμος που περπατά είναι ξένοι στην πλειοψηφία τους, Πολωνοί, Αλβανοί με τα παιδάκια τους, τους ψώνισαν φτηνά δωράκια. Αύριο θα ξυπνάνε νωρίς. Η πόλη των μεταναστών, αυτά τα Χριστούγεννα ανήκουν και σ'αυτούς. Δεν είναι Άττικα και Mall μόνο η πόλη, όπου σταθείς στέκονται και αυτοί. Εσύ βολτάρεις και αυτοί πουλούν στο δρόμο για να ζήσουν. Και πολλοί χρειάζονται ανακούφιση, αλλά περισσότερο από όλα επιβίωση, αξιοπρεπή επιβίωση. Θα κρατήσω ένα μικρό κομματάκι θλίψης στην καρδιά για όλους αυτούς τους ανθρώπους, μια σιωπηλή συμπόνια, θα αγοράσω και κάτι από αυτούς, θα στείλω και ένα ποσό σε μια ΜΚΟ. Θα τους πω μια καλή κουβέντα στο νοσοκομείο και θα φροντίσω να μην τους ταλαιπωρήσω.
Όλοι μετανάστες είμαστε έτσι και αλλιώς, τα πατήματα και τα αποκούμπια διαφέρουν. Εμείς έχουμε, άλλος πολλά άλλος λίγα, αυτοί όμως?